- συμπρακτικός
- συμπρακτικόςcooperatingmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συμπρακτικός — ή, όν, ΜΑ [συμπράττω] μσν. (για τα πρόσωπα τής Αγίας Τριάδας) αυτός που ενεργεί ταυτόχρονα, από κοινού, ενωμένος με τους άλλους αρχ. αυτός που συμπράττει, που συνεργεί σε κάτι … Dictionary of Greek
συμπρακτικόν — συμπρακτικός cooperating masc acc sg συμπρακτικός cooperating neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)